Πολυδεύκης

Πολυδεύκης
Πολῠδεύκης son of Leda and Zeus, (half-)brother to Kastor
1

Κάστορος βίαν, σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν πὰρ ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου P. 11.62

Κάστορος δ' ἐλθόντος ἐπὶ ξενίαν πὰρ Παμφάη καὶ κασιγνήτου Πολυδεύκεος N. 10.50

ἐπεὶ τοῦτον εἵλετ' αἰῶνα φθιμένου Πολυδεύκης Κάστορος ἐν πολέμῳ N. 10.59

ἄγαλμ' Ἀίδα, ξεστὸν πέτρον, ἔμβαλον στέρνῳ Πολυδεύκεος (sc. Ἀφαρητίδαι) N. 10.68 Κάστορος δ αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ ἐπ Εὐρώτα ῥεέθροις (sc. γέρας ἔχει) I. 5.33

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Πολυδεύκης — Pollux masc acc pl (attic epic doric) Πολυδεύκης Pollux masc nom/voc pl (doric aeolic) Πολυδεύκης Pollux masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυδευκής — I Bλ. λ. Διόσκουροι. II (Αστρον.). Άστρο του αστερισμού των Διδύμων. Έχει οπτικό αστρικό μέγεθος 1,2 και είναι το λαμπρότερο του αστερισμού. Η λαμπρότητά του είναι 32 φορές μεγαλύτερη της ηλιακής. Απέχει από τον Ήλιο 11 παρσέκ. * * * ές, Α 1.… …   Dictionary of Greek

  • πολυδεύκης — I Bλ. λ. Διόσκουροι. II (Αστρον.). Άστρο του αστερισμού των Διδύμων. Έχει οπτικό αστρικό μέγεθος 1,2 και είναι το λαμπρότερο του αστερισμού. Η λαμπρότητά του είναι 32 φορές μεγαλύτερη της ηλιακής. Απέχει από τον Ήλιο 11 παρσέκ. * * * ο, Ν 1. ως… …   Dictionary of Greek

  • Πολυδεύκης, Ιούλιος — Λεξικογράφος του 2ου αι., που καταγόταν από την πόλη Ναύκρατη της Αιγύπτου. Σπούδασε στην Αθήνα κοντά στο ρήτορα Αδριανό, μαθητή του Ηρώδη του Αττικού. Όταν τελείωσε την εκπαίδευση του, άσκησε το επάγγελμα του σοφιστή και του δάσκαλου της… …   Dictionary of Greek

  • Κάστωρ και Πολυδεύκης — Βλ. λ. Διόσκουροι …   Dictionary of Greek

  • Πολυδεύκει — Πολυδεύκης Pollux masc nom/voc/acc dual (attic epic) Πολυδεύκεϊ , Πολυδεύκης Pollux masc dat sg (epic ionic) Πολυδεύκης Pollux masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολυδεύκη — Πολυδεύκης Pollux masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Πολυδεύκης Pollux masc acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Полидевк — (Πολυδεύκης, Julius Pollux) из египетского города Навкратиса, ученик ритора Адриана, известный лексикограф и софист второго века по Р. Хр. Пользовался расположением императора Коммода (180 192), благодаря которому получил кафедру софистики в… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ПОЛИДЕВК —    • Πολυδεύκης,          см. Διόσκουροι, Диоскуры, и Pollux, 2 …   Реальный словарь классических древностей

  • Πολυδεύκεα — Πολυδεύκης Pollux masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολυδεύκεις — Πολυδεύκης Pollux masc nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”